- χειροτέχνης
- ο, ΝΜΑαυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέριαρχ.1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του3. έμπειρος, πεπειραμένος («τίς ὁ χειροτέχνης ἱστορίας;», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο-τέχνης].
Dictionary of Greek. 2013.